Κάθε καινούργια πληροφορία που δεχόμαστε, συχνά γίνεται με την μίμηση. Οι γνωστικοί ψυχολόγοι υποστηρίζουν ότι έχουμε μια νοητική αναπαράσταση, μια γνωστική δομή και κάθε καινούργια πληροφορία που έρχεται, που σχετίζεται με την ήδη υπάρχουσα γνωστική δομή, διευρύνει τη συγκεκριμένη γνωστική μας δομή.
Η μάθηση πραγματώνεται σε συνδυασμό με το περιβάλλον στο οποίο ζει το παιδί. Δηλαδή σχετίζεται με τις κοινωνικές συνθήκες, τα ήθη, τη γλώσσα και το περιβάλλον του. Διαθέτουμε προκαταβολικούς οργανωτές, δηλαδή μηχανισμούς ενεργοποίησης της προηγούμενης γνώσης (σχετικής με το θέμα) του μαθητή. Οι γονείς οι δάσκαλοι και τα άτομα που ασχολούνται με την παιδεία του παιδιού, χρειάζεται να κάνουν αφόρμηση, δηλαδή να δώσουν ένα ευχάριστο ερέθισμα στο μαθητή, που να σχετίζεται με αυτό το οποίο θέλουν να του διδάξουν, ώστε να ενεργοποιηθεί η ανάκληση της προηγούμενης πληροφορίας από το μαθητή. Να θυμάστε επίσης ότι η κατάκτηση των γνωστικών επιπέδων γίνεται με την ωρίμανση.
Κάθε γνώση έρχεται σε συγκεκριμένο ηλικιακό στάδιο. Δεν είναι βοηθητικό να πιέζουμε τα παιδιά να μαθαίνουν γνώσεις που αφορούν μια τάξη παραπάνω από ότι βρίσκονται τα ίδια. Αυτό τους προκαλεί άγχος και απώθηση για τη μάθηση και άρνηση για το σχολείο, την οποία πολλές φορές την σωματοποιούν με εμετό, πονοκέφαλο, κλάματα. Η μάθηση είναι σπειροειδής. Πραγματώνεται σε σπείρες. Ξεκινάει στο νηπιαγωγείο και φτάνει στην κατεύθυνση του ατόμου που κάνει τη θεωρία των αριθμών με σύνολα (πχ στο νηπιαγωγείο μαθαίνουμε την έννοια του συνόλου και του υποσυνόλου, πχ θα βάλουμε στο σχοινί όλα τα λουλούδια και μετά στο σχοινάκι θα βάλουμε τα κίτρινα λουλούδι).
Η γνωστική νευροεπιστήμη στηρίζεται στο μοντέλο επεξεργασίας πληροφοριών, το μοντέλο της μνήμης. Μέσω της αισθητηριακής μνήμης και της αντίληψης , οι πληροφορίες πηγαίνουν στη βραχύχρονη μνήμη. Η πληροφορία μένει εκεί για περίπου είκοσι δευτερόλεπτα και η χωρητικότητα που έχει αυτό το δομικό κομμάτι, είναι συν-πλην δυο μονάδες, δηλαδή από πέντε πληροφορίες μέχρι εννιά. Οι άνθρωποι εκπαιδεύονται να κάνουν συμπαγείς καταστάσεις πληροφοριών, να τις κωδικοποιούν για να μπορέσουν να τις συγκρατήσουν περισσότερο. Αφού γίνει όλη η επεξεργασία της καινούργιας πληροφορίας, μέσα σ αυτά τα είκοσι δευτερόλεπτα, δηλαδή να οργανωθεί η καινούργια πληροφορία, θα φύγει και θα πάει στο τρίτο δομικό κομμάτι, που είναι η μακρόχρονη μνήμη δηλαδή “ο σκληρός δίσκος μας” και θεωρητικά θα αποθηκευτεί για πάντα και η χωρητικότητα της οποίας, θεωρητικά πάντα, είναι απεριόριστη.
Ίσως να αναρωτιέστε: γιατί ξεχνάμε τότε; Ξεχνάμε γιατί δεν έγινε σωστά η οργάνωση η πήραμε την πληροφορία αυτή και πριν την οργανώσουμε να την στείλουμε στο σκληρό δίσκο, να βρούμε τη γνωστική δομή και να την αυξήσουμε, ήρθε μια καινούργια πληροφορία, σχετικά παρόμοια και πάτησε στην άλλη γνώση. Η βραχύχρονη μνήμη είναι η Ram όπως είναι του ηλεκτρονικού υπολογιστή, που έχει συγκεκριμένη χωρητικότητα. Όταν θέλουμε να θυμηθούμε μια πληροφορία, μέσω της διαδικασίας της ανάσυρσης, τη φέρνουμε στη βραχύχρονη μνήμη μας για να τη μεταφέρουμε προς τα έξω.
Στους μαθητές που έχουν μαθησιακές δυσκολίες, η χωρητικότητα είναι μικρότερη από επτά συν πλην μονάδες. Ακριβώς εκεί έγκειται το πρόβλημα τους. Δηλαδή είναι περιορισμένη η Ram τους και ως συνέπεια αυτού, έχουν ελλείμματα στις γνωστικές λειτουργίες όπως στην αντίληψη, στην προσοχή, στην κωδικοποίηση, στην οργάνωση, στη συγκράτηση, στην ανάσυρση. Έκφραση αυτών των ελλειμμάτων είναι η δυσλεξία.
Ο όρος μαθησιακές δυσκολίες χρησιμοποιείται ως ομπρέλα και κάτω από αυτή έχουν μπει πολλά πράγματα. Τα άτομα με μαθησιακές δυσκολίες μπορούν να πετύχουν πολλά στη ζωή τους, ακόμη και ακαδημαϊκή καριέρα, αρκεί να γίνει έγκαιρα η διάγνωση τους και η σωστή και άμεση παρέμβαση από ειδικό παιδαγωγό. Στο τέλος της β δημοτικού είναι η κατάλληλη στιγμή να γίνει η αξιολόγηση των παιδιών. Όμως από το νηπιαγωγείο μπορούμε να έχουμε ενδείξεις.
Μαρία Γρίβα
Ψυχολόγος – Παιδοψυχολόγος M.Sc
Τηλ 6946000712