Ο Gergen προσπάθησε να διερευνήσει την κρίση στον ακαδημαϊκό κόσμο, δηλαδή την κρίση των πεποιθήσεων σχετικά με την αντικειμενική γνώση, η οποία όπως λέει έχει βαθιές επιπτώσεις στις πεποιθήσεις μας για τον εαυτό. Η κρίση αυτή συνδέεται με τον κοινωνικό κορεσμό και ο εποικισμός του εαυτού συνδέεται με τον θάνατος της αντικειμενικότητας.
Όσο λοιπόν, λέει ο Gergen ποικίλουν οι απόψεις τόσο πιο δύσκολο είναι να καθοριστεί τί είναι αληθινό και «αντικειμενικό γεγονός», μετατρέπεται σε «απλή γνώμη».
Η έννοια της αντικειμενικότητας είναι ένα κοινωνικό επίτευγμα καθώς για να υπολογίσουμε τί είναι αληθινό πρέπει και οι άλλοι να καταλήγουν στο ίδιο συμπέρασμα, να υπάρχει δηλαδή ένας συνασπισμός υποκειμενικοτήτων, καθώς ο εαυτός μας εποικείται από άλλους, αμφισβητείται η αντικειμενικότητα οποιασδήποτε θέσης υποστηρίζει κάποιος.
Η τεχνολογία του κοινωνικού κορεσμού εμπλέκεται άμεσα με τη διάβρωση της εμπιστοσύνης στην αντικειμενική αλήθεια, καθώς επέτρεψε την επέκταση των απόψεων σε τομείς σπουδών και καθώς επέτρεψε να ακουστούν απόψεις που τολμούσαν να αμφισβητήσουν τις καθιερωμένες αλήθειες. Ο μοντερνισμός δηλαδή, λειτούργησε σαν εκκολαπτήριο για τον πολλαπλασιασμό ανταγωνιζόμενων απόψεων και φωνών.
Ο μοντερνισμός υποστήριζε ότι τα δεδομένα του κόσμου, βρίσκονται «εκεί» για να τα μελετήσουμε, ότι υπάρχουν ανεξάρτητα από τους παρατηρητές και αν είμαστε λογικοί θα τα γνωρίσουμε έτσι όπως είναι. Αντίθετα, ο Kuhn υποστήριξε ότι αυτό που λογίζεται ως δεδομένο εξαρτάται από την οπτική γωνία του παρατηρητή. Οι επιστήμονες ζουν μέσα σε κοινωνικά σύνολα και η εκάστοτε «αλήθεια» των κοινωνικών συνόλων εξαρτάται από διάφορους κοινωνικούς παράγοντες. Όσο αυξάνεται η διαθεσιμότητα των «άλλων φωνών», ανακαλύπτουμε όλο και μεγαλύτερο πλήθος από «άλλες αλήθειες».
Η εξουσίας της λήψης αποφάσεων εκχωρείται στους επιστήμονες, στους πολιτικούς, στους δικαστές, και τα λοιπά, με αποτέλεσμα το εκπαιδευτικό σύστημα να λειτουργεί υποστηρίζοντας την υπάρχουσα δομή εξουσίας και εξυπηρετώντας τα συμφέροντα της υπάρχουσας αριστοκρατίας της δύναμης. Η φεμινιστική κριτική αποτελεί μια ισχυρή φωνή απομυθοποίησης όλου αυτού, υποστηρίζοντας ότι οι θεσμοί είναι πατριαρχικοί και επομένως μόνο η «αλήθεια» των αρσενικών φωνών κατευθύνει την πολιτισμική ζωή, εξυπηρετώντας τις επιθυμίες των ανδρών ενάντια στα ενδιαφέροντα των γυναικών.
Η ιδέα , επίσης, του ατομικού στοχαστή, που υποστήριζε ο Descartes, οι στοχαστές του Διαφωτισμού, οι μοντερνιστές, ενός ατομικού στοχαστή που βρίσκονταν στο κέντρο της γνώσης και της λήψης των αποφάσεων, είναι τώρα σε κίνδυνο. Οι λέξεις αποκτούν τη σημασία τους από τον τρόπο που χρησιμοποιούνται στην κοινωνική ζωή και δεν μπορούμε πια να εμμένουμε στην υπόθεση που λέει ότι ο ατομικός νους λειτουργεί σαν καθρέφτης της εξωτερικής πραγματικότητας. Η γλώσσα δεν είναι «για να αποδίδει τον κόσμο», λειτουργεί με μία δική της εσωτερική λογική, με τις δικές της συμβάσεις και αν αυτό ισχύσει τότε ο ισχυρισμός όλων των επιστημονικών κλάδων, ότι η γλώσσα που χρησιμοποιούν μεταφέρει την αλήθεια, απατηλός. Οι γλώσσες μεταφέρουν κυρίως τον εαυτό τους!
Η αναταραχή λοιπόν στον ακαδημαϊκό χώρο, λέει ο Gergen, προετοιμάζει το έδαφος για την αποχώρηση του εαυτού. Η υπόθεση ότι οι λέξεις είναι εξωτερικά σημάδια εσωτερικών νοημάτων, εξασθενεί· το αντικείμενο του ατομικού λόγου αποδομείται και το άτομο εξαφανίζεται στο συλλογικότερο χορό της δημόσιας ζωής.