Ο μεταμοντερνισμός υποσκάπτει το έργο του μοντερνισμού και ανατρέπει τα οράματα του ρομαντισμού για τον εαυτό. Οι έννοιες της αλήθειας και της αυθεντίας μοιάζουν αλλόκοτες. Τα κατάλοιπα του κοινωνικού κορεσμού βρίσκονται παντού στον πολιτισμό μας και οι επιπτώσεις τους στις πολιτισμικές θέσεις για τον εαυτό είναι ολοφάνερες.
Ο Gergen μιλάει για μία πολιτισμική μετατόπιση προς τον μεταμοντερνισμό, στην οποία έχουν συντελέσει πολλοί λόγοι. Ένας από αυτούς είναι η απώλεια του αναγνωρίσιμου, καθώς με την συνειδητοποίηση της πολυπλοκότητας, τα αντικείμενα αυτά καθαυτά εξαφανίζονται από το οπτικό πεδίο. Τα παραδοσιακά όρια έχουν παραμορφωθεί και αυτό το παρατηρεί κανείς στον χώρο των πλαστικών τεχνών, στο χώρο του αρχιτεκτονικού σχεδίου, στη συγγραφική δραστηριότητα, στη μουσική, ακόμη και στη μαγειρική. Οι παραδοσιακές κατηγορίες συγχέονται και τα όρια γίνονται δυσδιάκριτα. Εφόσον, λοιπόν η διάκριση μεταξύ υποκειμένου και αντικειμένου δεν είναι πλέον υποχρεωτική, τα όρια των κατηγοριών χάνουν τη σαφήνεια τους και γινόμαστε λιγότερο ικανοί να ξεχωρίσουμε, «εμένα» και το «δικό» μου από «εσένα» και το «δικό σου».
Ένας άλλος παράγοντας οδηγεί στην πολιτισμική μετατόπιση προς τον μεταμοντερνισμό, είναι η κοινωνική κατασκευή της πραγματικότητας. Όπως έχει ήδη προαναφερθεί, οι λέξεις δεν είναι κατοπτρικές αντανακλάσεις της πραγματικότητας, αλλά εκφράσεις ομαδικών συμβάσεων. Η μεταμοντέρνα σκέψη αμφισβητεί τα καθαυτά «γεγονότα της ζωής» και κανένας δεν μπορεί να ξεφύγει από την οπτική γωνία που εξετάζει τα πράγματα. Ένα σημαντικό παράδειγμα αποτελεί η κοινωνική κατασκευή των ειδήσεων όπου αυτό που λέμε εθνική πραγματικότητα, δεν απεικονίζει «ποια είναι η κατάσταση» αλλά αποτελεί μια μαζική γλωσσική παραγωγή. Χρησιμοποιούνται δηλαδή λέξεις από συγκεκριμένες ομάδες ανθρώπων για την επίτευξη συγκεκριμένων στόχων.
Η πολιτισμική επίσης, μετατόπιση προς τον μεταμοντερνισμό επέρχεται, καθώς αμφισβητείται πλέον η αυθεντία και η εξουσία, γεγονός που ξεκίνησε κατά την περίοδο του μοντερνισμού και δέχτηκε το τελειωτικό χτύπημα με τον μεταμοντερνισμό, όπου οι αμφιβολίες εισχωρούν σε ολοένα και περισσότερες περιοχές του πολιτισμού. Καθώς λοιπόν ο τρόπος κατανομής της κατανόησης εκδημοκρατίζεται , κανείς πια δεν ισχυρίζεται ότι κατέχει την αυθεντία.
Άλλο παράγοντα, που συμβάλλει στην πολιτισμική μετατόπιση προς τον μεταμοντερνισμό, αποτελεί και η κατάρρευση της λογικής τάξης, κάτι που έχει αναφερθεί και σε προηγούμενο κεφάλαιο με την έννοια της πολυφρένειας, όπου όταν κάποιος έχει πολλαπλούς στόχους και πολλαπλούς τρόπους αξιολόγησης αυτών των στόχων, απειλεί την λήψη μιας λογικής απόφασης.
Επίσης , αν κάθε πράξη ή κατάσταση εξαρτάται από πολλές οπτικές γωνίες, τότε κάθε οπτική γωνία μπορεί να επικυρωθεί μόνο μέσα από τον συσχετισμό με άλλες οπτικές γωνίες. Η κατάρρευση λοιπόν, των ορθολογικών προτύπων οδήγησε τον ακαδημαϊκό κόσμο στην υιοθέτηση της στάσης ότι «τα πάντα ισχύουν», μια νοοτροπία που άρχισε να διαπερνά ολόκληρη την κοινωνία και να έχει αντίκτυπο στην λογοτεχνίας, στις πλαστικές τέχνες και στις τέχνες γενικότερα, καθώς και στην λαϊκή κουλτούρα και τη μουσική. Με τον θάνατο, λοιπόν, της λογικής συνοχής και της αντικειμενικής πραγματικότητας εξαφανίζεται και η αντίληψη για μακρόχρονη οριοθέτηση της ταυτότητας του εαυτού.
Στο τελευταίο παράγοντα της πολιτισμικής μετατόπισης προς τον μεταμοντερνισμό, αναφέρει ο Gergen την αντανάκλαση του εαυτού, και την παρείσφρηση της ειρωνείας. Η Hilary Lawson λέει ότι «η μεταμοντέρνα σύγχυση συνιστά μια πραγματική κρίση, μια κρίση στις αξίες, στις αλήθειες και στις αγαπημένες μας πεποιθήσεις, μια κρίση που οφείλει τη δύναμή της στην αντανακλαστικότητα», δηλαδή στην αίσθηση της αυτο-επίγνωσης, αυτο-αντανάκλασης. Η μετατόπιση, λοιπόν, από την πραγματικότητα στις κατασκευές της πραγματικότητας μας οδηγεί σε έναν ίλιγγο αυτό-αντανακλαστικών αμφισβητήσεων. Από τη στιγμή όμως που η αμφισβήτηση αφήνεται ελεύθερη να εκφραστεί, αντιμετωπίζει κανείς τη τραγική ειρωνεία, ότι όλες του οι αμφισβητήσεις υπόκεινται κι αυτές σε αμφισβήτηση. Έτσι καθώς αυξάνεται η αμφισβήτηση, επιτίθεται στον ίδιο της τον εαυτό.
Όταν οι άνθρωποι αποκτούν συνείδηση των αμφισβητήσεων των άλλων, η συναίσθηση του εαυτού τους που γεννούν αυτές οι αμφισβητήσεις παρεμβαίνει συνεχώς και αποδιοργανώνει την αίσθηση της αυθόρμητης και γνήσιας ύπαρξης.
Είναι συνεχώς πιο αληθοφανής η αντικατάσταση των πραγματικών εαυτών από τους κατασκευασμένους, καθώς ανακαλύπτουμε ότι τα πολιτικά γεγονότα, και η δημοσιογραφική ειδησεογραφία και άλλα, αντανακλούν όλο και περισσότερο τα πάθη των κατασκευαστών τους. Όταν «ισχύουν τα πάντα» το ίδιο ισχύει και για την προσωπικότητα, ως μία διακριτή κατηγορία.