Οι γονείς που κακοποιούν είναι άτομα με ιδιαίτερες ανάγκες για φροντίδα και στήριξη τόσο από κοινωνικούς φορείς όσο και από ειδικούς ψυχικής υγείας. Έχουν σημαντική δυσκολία να ελέγχουν τον εαυτό τους και τις παρορμήσεις τους (κυρίως τις επιθετικές), από συναίσθημα βαθιάς ανεπάρκειας για το γονεϊκό τους ρόλο και για την εικόνα του εαυτού τους γενικότερα (Τάνταρος, 2004). Μπορεί να έχουν έντονες (ναρκισσιστικές) ανάγκες για εξάρτηση και προσοχή από τους άλλους, τις οποίες τείνουν να καλύπτουν χρησιμοποιώντας τα παιδιά τους ως πηγή φροντίδας. Έτσι, τα παιδιά τους αναλαμβάνουν να στηρίζουν τους γονείς, παραμελώντας τις δικές της φυσιολογικές ανάγκες για φροντίδα και εξάρτηση (το λεγόμενο σύνδρομο «γονεοποιημένου παιδιού») (Currin, 2006). Οι περισσότεροι γονείς που κακοποιούν έχουν υπάρξει θύματα ή μάρτυρες βίαιων σκηνών μέσα στις δικές τους οικογένειες.
Ένα κακοποιημένο παιδί ενδέχεται να γίνει κι εκείνο ένας βίαιος γονιός στο μέλλον, συνεχίζοντας κατά αυτόν τον τρόπο το δια-γενεαλογικό πέρασμα της βίας στην οικογένεια.
Επίσης, εκδηλώνουν σημαντικά σπανιότερα θετικές αλληλεπιδράσεις (π.χ. παιχνίδι, διάλογο, καθοδήγηση) με τα παιδιά τους, ακαμψία στις στάσεις τους απέναντι στο παιδί, αλλά και σε άλλα θέματα της ζωής γενικότερα, τάση να αντιλαμβάνονται και να περιγράφουν το παιδί με τρόπο αρνητικό («δύσκολο», «κακό», «προβληματικό»). Αυτοί οι γονείς έτσι αρνητικά βλέπουν και τον ίδιο τους τον εαυτό (Dube et al., 2005).
Στις οικογένειες τα μέλη αναλαμβάνουν μια μεγάλη ποικιλία διαφορετικών ρόλων: αυτός που φροντίζει, αυτός που εξαρτάται, αυτός που κυρίως συντηρεί οικονομικά την οικογένεια, αυτός που την εκπροσωπεί, αυτός που παίζει το μαύρο πρόβατο, αυτός που παίζει το μεγάφωνο ή αυτός που κατευνάζει τα πνεύματα κ.λπ. Αν κάποιος θελήσει να αποποιηθεί ανάλογους ρόλους, θα πρέπει να συμβουλευτεί το γενεόγραμμά του ώστε να αλλάξει το σενάριο που υιοθέτησε λόγω των οικογενειακών αναγκών (Herman, 1992). Σε οικογένειες που εκδηλώνεται υπάρχουν συχνά διαταραγμένες σχέσεις ανάμεσα στους γονείς (π.χ. μονογονεϊκές οικογένειες, μητέρες που δεν στηρίζονται επαρκώς οικονομικά και συναισθηματικά από το σύζυγο), στους γονείς και το παιδί και ανάμεσα στους γονείς και την εκτεταμένη οικογένεια (παππούδες και άλλους συγγενείς). Επίσης, οι οικογένειες αυτές είναι συνήθως κοινωνικά απομονωμένες, χωρίς βοήθεια από γείτονες, φίλους ή άλλα κοινοτικά πλαίσια στήριξης.
Οι ανασφαλείς οικογένειες υπονομεύουν την επίλυση των συγκρούσεων και η δυσλειτουργική αρχή αφήνει την οικογένεια ακόμη πιο ανασφαλή (Stratton & Hamilton, 2002).