Παρά την μεγάλη εκτίμηση που έχει η κοινωνία μας για το λεπτό σώμα, ο αριθμός παχύσαρκων παιδιών στις Ηνωμένες πολιτείες έχει αυξηθεί σημαντικά τις τελευταίες δεκαετίες. Πολλά παχύσαρκα παιδιά γίνονται παχύσαρκοι ενήλικες όσο μεγαλύτερα είναι αυτά τα παιδιά και ως το σοβαρότερο είναι το πρόβλημα του βάρους τους, τόσο μεγαλύτερος είναι ο κίνδυνος να γίνουν παχύσαρκοι ενήλικες. Διαχρονικές μελέτες παχύσαρκων μικρών παιδιών βρήκαν ότι περίπου το 27% των υπέρβαρων παιδιών ηλικίας 1 έως 5 ετών, το 42% των υπέρβαρων ηλικίας 3 έως 9 ετών και το 83% των υπέρβαρων ηλικίας 10 έως 13 ετών παρέμειναν υπέρβαροι και ως ενήλικες(Kolata,1986).
Εκτός από τα ψυχολογικά προβλήματα και τα προβλήματα αυτοεκτίμησης που προέρχονται από το γεγονός παχυσαρκίας, σε μία κοινωνία που καταδικάζει την παχυσαρκία, τα παχύσαρκα παιδιά είναι πιο ευάλωτα σε πολλά σοβαρά προβλήματα υγείας. Έχει αποδειχθεί ότι έχουν αυξημένο κίνδυνο να παρουσιάσουν άσθμα, καρδιοπάθειες, διαβήτη, αναπνευστικές παθήσεις και ορθοπεδικές διαταραχές (Unger et. al., 1990).
Ο κόσμος πιστεύει ότι τα παιδιά είναι παχιά επειδή τρώνε πολύ. Αν και υπάρχει κάποια αλήθεια στην παρατήρηση αυτή, δεν κινδυνεύουν να γίνουν παχύσαρκα όλα τα παιδιά που τρώνε μεγάλες ποσότητες φαγητού. Το βάρος του σώματος, όπως και άλλα σωματικά χαρακτηριστικά, προσδιορίζονται από μία αλληλεπίδραση γενετικών και περιβαλλοντικών παραγόντων. Σε μία μελέτη 540 Δανών υιοθετημένων ατόμων, βρέθηκε στενή συσχέτιση ανάμεσα στο βάρος των υιοθετημένων όταν έγιναν ενήλικες και στο βάθος των βιολογικών γονιών τους, ιδιαίτερα της μητέρας (Stunkard et. al., 1986). Μελέτες Επίσης δείχνει μία ισχυρή γενετική συμβουλή στην παχυσαρκία.
Παρόλα αυτά, πολλοί άνθρωποι υποστηρίζουν ότι κανείς, ούτε καν τα παιδιά με έντονη γενετική προδιάθεση παχυσαρκίας, δεν γίνεται παχύσαρκος Αν δεν καταναλώνει περισσότερες θερμίδες από όσες χρειάζεται το σώμα. Η διαφορά ανάμεσα στην κατανάλωση θερμίδων από ένα παιδί με φυσιολογικό βάρος και την κατανάλωση θερμίδων από 1 μελλοντικά παχύσαρκο παιδί δεν χρειάζεται να είναι μεγάλη. Η κατανάλωση έστω και 50 επιπλέον θερμίδων την ημέρα μπορεί να οδηγήσει σε πλεόνασμα βάρους περίπου 2.5 κιλών, μέσα σε ένα χρόνο (Kolata, 1986). Αυτός ο συλλογισμός θα μπορούσε να οδηγήσει στα συμπεράσματα παχύσαρκα παιδιά τρώνε περισσότερο και είναι λιγότερο δραστήρια από τα άλλα παιδιά. Τα δεδομένα όμως, δεν υποστηρίζουν κατηγορηματικά αυτό το συμπέρασμα. Διάφορες μελέτες αναφέρουν τα παιδιά που είναι παχύσαρκα δεν τρώνε περισσότερο από τους συνομηλίκους τους με κανονικό βάρος.
Τότε λοιπόν, τι προκαλεί την παχυσαρκία στα παιδιά; τα λίπη της διατροφής είναι ένας από τους κύριους υπόπτους. Η διατροφή των παιδιών που γίνονται παχύσαρκα βρέθηκε ότι έχει μεγάλο ποσοστό θερμίδων περιεχομένων απόλυτη, σε σύγκριση με τη διατροφή των άλλων παιδιών. Ένας άλλος ύποπτος είναι η μείωση του επιπέδου δραστηριότητας με τον καιρό. Τα παχύσαρκα παιδιά έχουν την τάση να είναι λιγότερο δραστήρια. Έχουν Επίσης την τάση να παρακολουθούν περισσότερο τηλεόραση από τους συνομηλίκους τους με κανονικό βάρος. Η παρακολούθηση τηλεόρασης βρέθηκε ότι μειώνει δραματικά Το ρυθμό καύσης θερμίδων (το ρυθμό του μεταβολισμού) των παιδιών. Η μείωση πρόσληψης λοιπόν και η αύξηση σωματικής δραστηριότητας συνδέθηκαν με τη μείωση απόκτησης βάρους (Klesges et. al., 1995). Δυστυχώς, αυτές οι αλλαγές εύκολα συνιστώνται και δύσκολα εφαρμόζονται. Επιπλέον, το 80% το παχύσαρκων παιδιών που χάνουν βάρος το ξαναπαίρνουν.
Η διάδοση της παχυσαρκίας μεταξύ των παιδιών και h δυσκολία σχεδιασμού θεραπευτικών προγραμμάτων που θα τους επιτρέψει να επιτύχουν και να διατηρήσουν κανονικό βάρος, ενέπνευσαν πολλές έρευνες που είχαν στόχο να ανακαλύψουν τις πιο αποτελεσματικές μορφές θεραπείας. Ο L. Epstein και οι συνάδελφοί του βρήκαν τα επιτυχημένα προγράμματα στοχεύουν όχι μόνο στα παχύσαρκα παιδιά αλλά και στους γονείς, που συνήθως είναι και αυτοί οι παχύσαρκοι. Τα πιο αποτελεσματικά προγράμματα συνδυάζουν Επίσης Αυτής διαδικασίας αναγνώρισης των τροφών με υψηλή περιεκτικότητα σε λίπη με προσεκτικά σχεδιασμένα προγράμματα σωματικής άσκησης, που προσδιορίζουν ακριβώς πόσες θερμίδες καίγονται με την κάθε μορφή άσκηση. Σε μία πενταετή παρακολούθηση μιας τέτοιας υποδειγματικής θεραπευτικής προσπάθειας, ο Epstein και συνεργάτες του (1990), βρήκαν τα παιδιά του δείγματος διατήρησαν μία μέση απώλεια βάρους της τάξης του 12%.
ΠΗΓΗ: Cole, S., Cole, M. (2001). H Ανάπτυξη των Παιδιών – Γνωστική και ψυχοκοινωνική ανάπτυξη κατά τη νηπιακή και μέση παιδική ηλικία.