Ως σχέση δεσμού ορίζουμε την ασφάλεια που αισθάνονται τα παιδιά μέσα από τη σχέση με τους γονείς τους και, κυρίως, με τη μητέρα τους. Αυτή η ασφάλεια επιτρέπει στα παιδιά να αισθάνονται ικανά και επαρκή να αποχωριστούν τους γονείς και να αυτονομηθούν.
Σε επίπεδο συμπεριφοράς των γονέων απέναντι στα παιδιά και στους εφήβους, η σχέση δεσμού εμφανίζεται μέσα από την απαντητικοτητα των γονέων στις ανάγκες των παιδιών και την παροχή διευκολύνσεων για την εξερεύνηση των δυνατοτήτων τους. Μέσα από την αλληλεπίδραση, γονείς και έφηβοι διαμορφώνουν μια κοινή αντίληψη για τα σχέδια και τους στόχους. Αυτή η κοινή αντίληψη επηρεάζει συναισθηματικά τις προσπάθειες των εφήβων να διαπιστώσουν τις επαγγελματικές τους επιδιώξεις. Μια τέτοια αλληλεπίδραση πρέπει να χαρακτηρίζεται από επικοινωνία, συναισθηματική σχέση και συμφωνία ως προς τους επαγγελματικούς στόχους παιδιών/εφήβων και γονέων, αλλά και από συναισθηματική αυτονομία – αποτέλεσμα της ασφαλούς προσκόλλησης κατά τη βρεφική και νηπιακή ηλικία.
Η συναισθηματική αυτονομία είναι η ικανότητα διαχωρισμού των συναισθημάτων του εαυτού μας από τα συναισθήματα του γονέα και η ικανότητα του παιδιού να εκφράσει την διαφωνία του, όταν οι δικές του επιθυμίες και ανάγκες έρχονται σε σύγκρουση με αυτές των γονέων του. Η συναισθηματική αυτονομία διευκολύνει τον σχηματισμό της ταυτότητας του ατόμου και επηρεάζεται σε μεγάλο βαθμό από την έκφραση ζεστασιάς της μητέρας, τη συνοχή της οικογένειας, τον βαθμό ελέγχου που ασκούν οι γονείς στο παιδί, καθώς και τις συγκρούσεις γονέα-παιδιου/εφήβου.
Η έλλειψη αυτής της συναισθηματικής αυτονομίας φαίνεται να παίζει καθοριστικό ρόλο στις επαγγελματικές επιλογές των εφήβων και ιδιαίτερα των κοριτσιών.
Η στενή σύνδεση μητέρας – κόρης σε κάποιες περιπτώσεις είναι σε θέση να προβλέπει την προθυμία της δεύτερης να αλλάξει τις απόψεις της, για να ταιριάζει με αυτές των γονέων της, εάν αυτοί διαφωνούν με τις επαγγελματικές επιδιώξεις. Σε μελέτες, οι συζητήσεις της κόρης με την μητέρα της για θέματα καριέρας ενδυνάμωνε τη επιρροή της κόρης, ενώ παράλληλα μείωνε την επίδραση του πατέρα, όταν η κόρη και πατέρας διαφωνούσαν. Η συναισθηματική αυτονομία της κόρης -δηλαδή η ικανότητα της να διαχωρίζει τα συναισθήματα της από αυτά της μητέρας της- την έκανε λιγότερο πρόθυμη να αλλάξει τους επαγγελματικούς της στόχους, για να ταιριάζουν με αυτούς των γονέων της. Τα κορίτσια πολύ νωρίς στη ζωή τους (περίπου στην ηλικία των 14-15 ετών) λαμβάνουν αποφάσεις συνολικά για τη ζωή τους -γάμο, οικογένεια, επάγγελμα. Φαίνεται ότι αυτός ο “πρώιμος” σχεδιασμός καθώς και ο μειωμένος βαθμός της συναισθηματικής τους αυτονομίας, τις καθιστούν περισσότερο ευάλωτες από τα αγόρια στις παρεμβάσεις των άλλων,των οποίων τη συμβουλή αναζητούν. Το πρόσωπο του οποίου τη συμβουλή και την έγκριση αναζητούν περισσότερο, είναι η μητέρα τους.
Η αδιαφορία των γονέων για τις επαγγελματικές επιλογές των παιδιών τους η συμπεριφορές που θεωρούνται από τα παιδιά ως αδιαφορία, βιώνονται απόντα ίδια ως παραμέληση που τα οδηγεί στην αδυναμία να λάβουν αποφάσεις που αφορούν το μέλλον τους.
Οι γονείς καλούνται να προσπαθούν να εξασφαλίσουν ένα ισορροπημένο περιβάλλον που θα επιτρέπει την ανταλλαγή απόψεων, θα διευκολύνει τη συναισθηματική έκφραση και την απόκτηση εμπειριών μέσα από την επαρκή τήρηση των Ορίων και τη συναισθηματική επαφή. Οι σχέσεις γονέα – παιδιού μέσα σε ένα περιβάλλον συναισθηματικής έκφρασης και ακρόασης δημιουργεί τις βάσεις τις βάσεις για μια ισορροπημένη ανάπτυξη επαγγελματικής ταυτότητας.