Η χαρακτηριστική τάση που παρουσιάζουν οι άνθρωποι που αναζητούν βοήθεια στο γραφείο μου, είναι να θέλουν να απομακρυνθούν, διστακτικά και με φόβο, από τον εαυτό τους που δεν είναι αληθινός. Μολονότι μπορεί να μην αναγνωρίζουν προς τα που πάνε, εντούτοις απομακρύνονται από κάτι. Και φυσικά, με αυτή την πράξη, αρχίζουν να καθορίζουν, ακόμα και με αρνητικό τρόπο, αυτό που πραγματικά είναι.
Αρχικά αυτό μπορεί να εκφραστεί απλά ως ο φόβος του ότι θα αποκαλυφθεί ο πραγματικός εαυτός. Για παράδειγμα, ένα δεκαοχτάχρονο αγόρι, λέει σε μια αρχική συνεδρία: “ξέρω πως δεν είμαι τόσο σημαντικός τύπος και φοβάμαι ότι θα το ανακαλύψουν και οι άλλοι. Γι΄ αυτό κάνω αυτά τα πράγματα.. Θα ανακαλύψουν κάποια μέρα ότι δεν είμαι τόσο σημαντικός. Απλά προσπαθώ να αναβάλλω αυτή τη μέρα όσο περισσότερο γίνεται.. Αν με ήξερες όσο ξέρω εγώ τον εαυτό μου.. δεν πρόκειται να σου πω ποιος πραγματικά είμαι. Μόνο σ΄ ένα πράγμα δεν θα συνεργαστώ και είναι ακριβώς αυτό. Το να μάθεις τι νομίζω για τον εαυτό μου, δεν θα άλλαζε προς το καλύτερο τη γνώμη που έχεις για μένα”.
Η ίδια έκφραση αυτού του φόβου αποτελεί κομμάτι της θεραπευτικής διαδικασίας, του να γίνει ο θεραπευόμενος αυτό που πραγματικά είναι. Αντί να είναι απλώς ένα προσωπείο, σαν να ήταν αυτό ο εαυτός του, έρχεται πιο κοντά στο να γίνει ο εαυτός του, δηλαδή ένα φοβισμένο πρόσωπο, που κρύβεται πίσω από ένα προσωπείο, γιατί θεωρεί τον εαυτό του υπερβολικά απαίσιο για να την βλέπουν οι άλλοι.
Στη σχέση μου με τους ανθρώπους αυτούς, ο στόχος μου είναι να δημιουργήσω ένα κλίμα, το οποίο θα περιέχει το μέγιστο της ασφάλειας, της ζεστασιάς και της ενσυναισθητικής κατανόησης, που μπορεί αυθεντικά να προέλθει από μέσα μου. Το να παρεμβαίνω στο βίωμα των ανθρώπων με διευκρινιστικές εξηγήσεις ή με υποδείξεις και καθοδήγηση, δεν βοηθά και δεν δίνει ικανοποιητικό αποτέλεσμα. Οι κατευθύνσεις που εντοπίζω, δεν πηγάζουν από εμένα, αλλά προέρχονται από τους θεραπευόμενους / συμβουλευόμενους.
Μαρία Γρίβα