Οι εξαρτημένες συμπεριφορές των παιδιών συνήθως δημιουργούνται όταν οι γονείς προσπαθούν να καλύψουν όλες τις ανάγκες των παιδιών σε υπερβολικό βαθμό. Πολλές φορές σαν γονείς παρασυρόμαστε και “τρέχουμε” να βοηθήσουμε τα παιδιά μας με το παραμικρό. Τα εξυπηρετούμε υπερβολικά και έτσι το παιδί για αρχή δεν αποκτά τις δεξιότητες που θα έπρεπε, δεύτερον μαθαίνει να εξαρτάται και τρίτον παίρνει το μήνυμα ότι είναι ανήμπορο και αδύναμο.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα του να μην αποκτά ένα παιδί τις δεξιότητες που θα έπρεπε, είναι η θεραπευόμενή μου Μ., η οποία μεγαλώνοντας έχει φτάσει στο σημείο να νιώθει εύθραυστη και ανήμπορη να υπερασπιστεί ή να φροντίσει τον εαυτό της επειδή μέχρι και την ενηλικίωσή της είχε δύο γονείς οι οποίοι ήταν υπερπροστατευτικοί. Η εσωτερική της αυτή κατάσταση “εξηγήθηκε” όταν κατά την διάρκεια της θεραπείας άρχισε να ανοίγεται για το πώς είχε ανατραφεί. Περιέγραφε καταστάσεις κατά τις οποίες ο πατέρας της προσπαθούσε για παράδειγμα να της μάθει ένα μουσικό όργανο και κατέληγε αντί να την αφήσει να εξασκηθεί μόνη της, να τις έδινε τις λύσεις πριν προλάβει η ίδια να σκεφτεί και έτσι δεν κατάφερε ποτέ να “τελειοποιήσει” αυτή την δεξιότητα. Αυτό είναι ένα πολύ απλό παράδειγμα το οποίο μπορεί να γενικευτεί σε κάθε τέτοιου είδους κατάσταση.
Γενικώς, οι γυναίκες πολλές φορές βρίσκονται αντιμέτωπες με τέτοιου είδους συμπεριφορές γιατί από την ιδεολογία μας και μόνο σαν πολιτισμός, θεωρούμε ότι οι γυναίκες θα έπρεπε να εξαρτώνται από άντρες ώστε να πατήσουν στα πόδια τους.
Παρόλα αυτά, η υπερπροστασία στην ανατροφή παιδιών, δεν έχει να κάνει μόνο με το ότι οι γονείς θεωρούν πως τα παιδιά τους δεν θα τα καταφέρουν μόνα τους. Υπάρχουν και άλλοι λόγοι πίσω από αυτή την αντιμετώπιση των γονέων. Ένας πολύ συχνός λόγος που αναγνωρίζω είναι ότι πολλές φορές σαν γονείς προσπαθούμε να καλύψουμε δικά μας συναισθηματικά κενά. Μεγαλώνοντας αν δεν έχουμε πάρει την συναισθηματική υποστήριξη ή έχει υπάρξει έλλειψη βοήθειας από τους φροντιστές μας, μπαίνουμε σε μία διαδικασία “υπεραποζημίωσης” και έτσι μένουμε πάνω από τα κεφάλια των παιδιών μας και τα “ελέγχουμε” κατά αυτόν τον τρόπο. Προσπαθούμε δηλαδή, να καλύψουμε το κενό του δικού μας “εσωτερικού παιδιού” που ενδεχομένως βίωσε μία έλλειψη συναισθηματικής αλλά και πρακτικής βοήθειας.
Η υπερβολική βοήθεια και το “ντάντεμα” των παιδιών πολλοί θεωρούν ότι είναι γυναικεία υπόθεση. Και έχουν δίκιο. Όμως οι λόγοι πίσω από αυτές τις συμπεριφορές ποικίλουν με τον πιο βασικό την έλλειψη παρουσίας του ενός γονέα, δηλαδή του μπαμπά. Οι μπαμπάδες για πολλούς λόγους με κοινωνικό και πολιτισμικό υπόβαθρο “επενδύουν” σε πολύ μικρότερο βαθμό στην ανατροφή των παιδιών σε σχέση με την μαμά. Αλλά δεν επενδύουν λιγότερο μόνο στην ανατροφή, επενδύουν λιγότερο και συναισθηματικά αλλά και σε χρόνο, στην μαμά. Έτσι η μαμά τώρα καλείται να μεγαλώσει το παιδί με τόση υπερβολική φροντίδα η οποία φέρει σαν αποτέλεσμα όλα τα “προβλήματα” που αναφέραμε στην αρχή. Το παιδί μαθαίνει να εξαρτάται. Γιατί το κάνει όμως αυτό η μαμά; Γιατί προσπαθεί πάλι να καλύψει αυτό το “κενό”. Νιώθει μόνη της, και την αγάπη και φροντίδα που θα ήθελε να δεχθεί από τον σύντροφό της, την προβάλλει στο παιδί. Αυτό είναι ένα πολύ συχνό φαινόμενο όσον αφορά τα αγόρια. Η μητέρα χωρίς να το καταλάβει νιώθει την “ανάγκη” να υπερβάλλει την φροντίδα της προς το αγόρι ώστε να μην την αφήσει συναισθηματικά όπως ο σύντροφος της.
Τα παιδιά αυτά γνωρίζουν πλέον ότι χωρίς μία τέτοια υποστήριξη δεν θα τα καταφέρουν μόνα τους και για να μην διακινδυνέψουν τις σχέσεις τους, κυρίως αυτές που τους προσφέρουν τέτοια στήριξη, προσπαθούν να μην συγκρουστούν και να μην θυμώσουν με τον/ την σύντροφό τους για να μην υπάρξει “ρήξη” στην σχέση. Αυτό σαν αποτέλεσμα έχει να εσωτερικεύουν τον θυμό τους και να τον εκφράζουν με πιο αυτοκαταστροφικούς τρόπους, κάτι το οποίο δεν είναι υγιές.
Η θεραπεία για άτομα με τέτοιες συμπεριφορές μπορεί να γίνει πιο περίπλοκη. Ο θεραπευόμενός μου, Γ. είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα. Η δυναμική μεταξύ θεραπευτή και θεραπευόμενου είναι μία σχέση που η ισορροπία μπορεί να φανεί καταλυτική σε τέτοιες περιπτώσεις, αφού ο θεραπευόμενος μπορεί πολύ εύκολα να μάθει να εξαρτάται από τον θεραπευτή του. Έτσι πρέπει από την δική μου πλευρά, της θεραπεύτριας, να τον καθοδηγώ σε τέτοιο βαθμό που του δείχνω ότι είναι εντάξει να υπάρξει ένταση μέσα σε μία σχέση και ότι δεν είναι ανάγκη να συμβιβαζόμαστε συναισθηματικά με τα “θέλω” του άλλου. Είναι σημαντικό να τονίζουμε τις συμπεριφορές τις εξαρτητικές και να καθοδηγούμε τον θεραπευόμενο ,ώστε να καταλάβει γιατί προβάλλει τέτοιες συμπεριφορές, και σιγά σιγά να τις εξαλείψει.